- αθάρη
- ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α)χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό.ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθάρη — gruel fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρῃ — ἀθάρη gruel fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρην — ἀθάρη gruel fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρης — ἀθάρη gruel fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρα — ἀθάρᾱ , ἀθάρη gruel fem nom/voc/acc dual ἀθάρᾱ , ἀθάρη gruel fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρας — ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem acc pl ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρᾳ — ἀθάραι , ἀθάρη gruel fem nom/voc pl ἀθάρᾱͅ , ἀθάρη gruel fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… … Dictionary of Greek
ἀθάραν — ἀθάρᾱν , ἀθάρη gruel fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
andher-, n̥dher- — andher , n̥dher English meaning: ‘stem, spike” Deutsche Übersetzung: ‘spitze, Stengel” Material: Nur griechisch: ἀθήρ “ an ear of corn “, ἀνθέριξ “ stalk point, stalk “, ἀνθέρικος “ Stalk, stem of a plant “, ἀνθερεών “ chin “ as “ … Proto-Indo-European etymological dictionary